ὀφιονέων — ὀφιόνεος of fem gen pl ὀφιόνεος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιονέως — ὀφιόνεος of adverbial ὀφιόνεος of masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιόνεον — ὀφιόνεος of masc acc sg ὀφιόνεος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιονέη — ὀφιόνεος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιονέα — ὀφιονέᾱ , ὀφιόνεος of fem nom/voc/acc dual ὀφιονέᾱ , ὀφιόνεος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιονέας — ὀφιονέᾱς , ὀφιόνεος of fem acc pl ὀφιονέᾱς , ὀφιόνεος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek